ἐπιτρεπτικός

ἐπιτρεπτικός
ἐπιτρεπ-τικός, ή, όν,
A hortatory, Aristid.2.310 J.; encouraging,

γυμνάσιον νεύρων καταλλάξεως ἐπιτρεπτικόν Antyll.

ap. Orib.6.35.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επιτρεπτικός — ή, ό (Α ἐπιτρεπτικός, ή, όν) [επιτρέπω] αυτός που επιτρέπει κάτι, που προτρέπει, παρακινεί («ὁ μὴ προσέχων λόγοις ἐπιτρεπτικοῑς καὶ παιδευτικοῑς», Ωριγ.) νεοελλ. (νομ.) «επιτρεπτικό δίκαιο» το σύνολο τών κανόνων τού ιδιωτικού δικαίου που μπορούν… …   Dictionary of Greek

  • ἐπιτρεπτικά — ἐπιτρεπτικός hortatory neut nom/voc/acc pl ἐπιτρεπτικά̱ , ἐπιτρεπτικός hortatory fem nom/voc/acc dual ἐπιτρεπτικά̱ , ἐπιτρεπτικός hortatory fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτρεπτικόν — ἐπιτρεπτικός hortatory masc acc sg ἐπιτρεπτικός hortatory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτρεπτικοί — ἐπιτρεπτικός hortatory masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτρεπτικήν — ἐπιτρεπτικός hortatory fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτρεπτικῶς — ἐπιτρεπτικός hortatory adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”